πτερωτός

πτερωτός
η , ό[ν]
1) оперившийся, покрытый перьями; 2) крылатый (тж. перен. ), окрылённый; 3) быстрокрылый, стремительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πτερωτός" в других словарях:

  • πτερωτός — feathered masc nom sg πτερωτός feathered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτός — πτερωτός, ή, ό και φτερωτός, ή, ό 1. αυτός που έχει φτερά, πτέρυγες. 2. ο στολισμένος με φτερά: Φτερωτό καπέλο. 3. το θηλ., πτερωτή και φτερωτή ως ουσ., φτερωτός τροχός, τροχός με πτερύγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτερωτός — ή, ό / πτερωτός, ή, όν, ΝΜΑ βλ. φτερωτός …   Dictionary of Greek

  • πτερωτά — πτερωτός feathered neut nom/voc/acc pl πτερωτά̱ , πτερωτός feathered fem nom/voc/acc dual πτερωτά̱ , πτερωτός feathered fem nom/voc sg (doric aeolic) πτερωτός feathered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτόν — πτερωτός feathered masc acc sg πτερωτός feathered neut nom/voc/acc sg πτερωτός feathered masc/fem acc sg πτερωτός feathered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτῶν — πτερωτός feathered fem gen pl πτερωτός feathered masc/neut gen pl πτερωτός feathered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτοῖς — πτερωτός feathered masc/neut dat pl πτερωτός feathered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτοῖσιν — πτερωτός feathered masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πτερωτός feathered masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτοί — πτερωτός feathered masc nom/voc pl πτερωτός feathered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτοῦ — πτερωτός feathered masc/neut gen sg πτερωτός feathered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερωτούς — πτερωτός feathered masc acc pl πτερωτός feathered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»